Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
anything
/ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι;
USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
baby
/ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο;
USER: μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
bed
/bed/ = NOUN: κρεβάτι, κλίνη, κρεββάτι, κοίτη, βυθός, υπόστρωση, κοίτασμα, περιχαλίκωση, βάση, σεξουαλική επαφή;
USER: κρεβάτι, κλίνη, Δωμάτιο με, Bed, κρεβατιού
GT
GD
C
H
L
M
O
bite
/baɪt/ = NOUN: δάγκωμα, τσίμπημα, πιάσιμο;
VERB: δαγκώνω, τσιμπώ, δελεάζομαι, ξεγελώ, κεντρίζω;
USER: δάγκωμα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
bodies
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
body
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
broke
/brəʊk/ = ADJECTIVE: χωρίς χρημάτων;
USER: έσπασε, έσπασαν, έσπασε το, ξέσπασε, ξέσπασαν
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cause
/kɔːz/ = NOUN: αιτία, αίτιο, λόγος, αφορμή, υπόθεση, πρόξενος, σκοπός;
VERB: προκαλώ, γίνομαι αιτία, προξενώ;
USER: αιτία, προκαλέσει, να προκαλέσει, προκαλέσουν, προκαλούν
GT
GD
C
H
L
M
O
clouds
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφα, τα σύννεφα, Λίγες νεφώσεις, νέφη, Λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
drunk
/drʌŋk/ = ADJECTIVE: μεθυσμένος, πιωμένος, στουπί στο μεθύσι;
USER: μεθυσμένος, μεθυσμένη, μεθυσμένοι, υπό την επήρεια, πίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
dry
/draɪ/ = ADJECTIVE: ξηρός, στεγνός, άνυδρος, ξερός;
VERB: στεγνώνω, ξεραίνω, ξηραίνω, να στεγνωθεί;
USER: στεγνώσει, στεγνώστε, στεγνώσουν, ξηρό, στεγνώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
feeling
/ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή;
USER: συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθάνεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
fights
/faɪt/ = NOUN: πάλη, αγώνας, μάχη, πόλεμος, προάσπιση, καβγάς;
VERB: παλεύω, πολεμώ, μάχομαι, καταπολεμώ;
USER: αγώνες, μάχες, τους αγώνες, πάλες, παλεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
fingertips
/ˈfɪŋ.ɡə.tɪp/ = USER: χέρια, άκρες των δακτύλων, άκρες των δαχτύλων, δάχτυλά, τα δάχτυλά
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fuck
/fʌk/ = VERB: γαμώ, συνουσιάζομαι;
NOUN: συνουσία;
USER: γαμώ, σκατά, γαμήσω, γαμήσεις, διάολο
GT
GD
C
H
L
M
O
fun
/fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο;
USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
gone
/ɡɒn/ = ADJECTIVE: χαμένος, φευγάτος;
USER: φύγει, πάει, περάσει, προχωρήσει, πηγαίνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
jakob
= USER: Jakob, Ο Jakob, του Jakob, τον Jakob, Γιάκομπ,
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
kiss
/kɪs/ = NOUN: φιλί, φίλημα;
VERB: φιλώ, ασπάζομαι;
USER: φιλί, φιλήσει, ενα φιλι, φιλι, φιλήσω
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lips
/lɪp/ = NOUN: χείλια;
USER: χείλια, χείλη, τα χείλη, χειλιών, στα χείλη
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
locked
/lɒk/ = VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδωμένο, κλειδωμένη, κλειδωμένα, κλειδωθεί, κλειδωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
lovin
= USER: lovin, το lovin,
GT
GD
C
H
L
M
O
ludvig
= USER: Ludvig, Ο Ludvig, τον Ludvig, στον Ludvig, του Ludvig
GT
GD
C
H
L
M
O
lyrics
/ˈlɪr.ɪk/ = USER: στίχοι, στίχους, lyrics, τους στίχους, οι στίχοι
GT
GD
C
H
L
M
O
m
= USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
night
/naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά;
USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
perfect
/ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος;
NOUN: παρακείμενος;
VERB: τελειοποιώ, τελειώ;
USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
piece
/piːs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο;
VERB: συρράπτω, συνδυάζω;
USER: κομμάτι, τεμάχιο, κίνηση, piece, το κομμάτι, το κομμάτι
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
queen
/kwiːn/ = NOUN: βασίλισσα, ομοφυλόφιλος, αρσενοκοίτης;
USER: βασίλισσα, Queen, βασίλισσας, κρεβάτι queen, ντάμα
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
skin
/skɪn/ = NOUN: δέρμα, φλούδα, φλοιός, πετσί, τομάρι;
VERB: γδέρνω, εκδέρω, ξεφλουδίζω;
USER: δέρμα, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα
GT
GD
C
H
L
M
O
smoke
/sməʊk/ = NOUN: καπνός, αχνός;
VERB: καπνίζω, φουμάρω, αχνίζω;
USER: καπνός, καπνίζω, καπνίζουν, καπνίζετε, κάπνισμα
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
stay
/steɪ/ = NOUN: διαμονή, παραμονή, στήριγμα, σταμάτημα;
VERB: μένω, στέκομαι, διαμένω, σταματώ, αναβάλλω, αντέχω;
USER: διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
summer
/ˈsʌm.ər/ = NOUN: καλοκαίρι, θέρος;
USER: καλοκαίρι, καλοκαιρινά, το καλοκαίρι, καλοκαιριού, ντεπόζιτο καλοκαιρινά, ντεπόζιτο καλοκαιρινά
GT
GD
C
H
L
M
O
swear
/sweər/ = VERB: ορκίζομαι, βρίζω, βλασφημώ;
USER: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, προσβλητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
taste
/teɪst/ = NOUN: γεύση, γούστο;
VERB: δοκιμάζω;
USER: γεύση, γούστο, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
tears
/teər/ = NOUN: κλάματα;
USER: κλάματα, δάκρυα, τα δάκρυα, δακρύων, δάκρυά
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
til
/tɪl/ = USER: til, μέχρι τελικής, til το
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
wanna
/ˈwɒn.ə/ = USER: wanna, θέλω, θέλω να, θέλουν να, θες
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
won
/wʌn/ = NOUN: γουόν;
USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το
GT
GD
C
H
L
M
O
yeah
/jeə/ = USER: ναι, yeah
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
100 words